- προύργου
- και προέργου Α1. χρήσιμο, ωφέλιμο για την εκτέλεση ενός έργου ή ενός σκοπού (α. «μὴ πάλιν τις αὖ ἐλθὼν διακωλύσῃ τι τῶν προὔργου ποιεῑν», Αριστοφ.β. «ἵνα προὔργου τι γένηται», Ισοκρ.)2. (ως επίρρ.) χρήσιμα, καλά, με πρόσφορο τρόπο («ὡς δ' ἐσείδομεν προὔργου πεσόντα», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. πρὸ ἔργου].
Dictionary of Greek. 2013.